γραμματοφύλακας

γραμματοφύλακας
ο архивариус

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "γραμματοφύλακας" в других словарях:

  • ταβλάριος — ὁ, Α γραμματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας»] …   Dictionary of Greek

  • ταβουλ(λ)άριος — ὁ, Α αρχειοφύλακας τής κεντρικής και περιφερειακής διοίκησης τού Βυζαντίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας» (πρβλ. ταβλάριος)] …   Dictionary of Greek

  • ταβουλλάριος — Ονομαζόταν τ. από τους Βυζαντινούς ο γραμματοφύλακας ή αρχειοφύλακας. Ο προϊστάμενός τους ονομαζόταν πριμμικήριος των ταβουλλάριων. Ο τ. έπρεπε να είναι ανεπίληπτης διαγωγής, σεμνός στο ήθος και πνευματικά υγιής. Επιπλέον έπρεπε να είναι κάτοχος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»